ψυχοθεραπευτικός

ψυχοθεραπευτικός
η , ό[ν] психотерапевтический

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ψυχοθεραπευτικός" в других словарях:

  • ψυχοθεραπευτικός — ή, ό, Ν [ψυχοθεραπευτής] ιατρ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ψυχοθεραπεία («ψυχοθεραπευτική μέθοδος») …   Dictionary of Greek

  • ψυχοθεραπευτικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ψυχοθεραπεία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»